Ιστορία χωρίς πλάνα


Tης Mαριας Kατσουνακη
Δεν πρέπει να υπάρχει στον ελληνικό κινηματογράφο άλλη σκηνή στην οποία το 1821 να έρχεται τόσο κοντά με τα «σπαγκέτι γουέστερν» όσο «Ο Παπαφλέσσας» που γυρίστηκε το 1971 από τον Ερρίκο Ανδρέου με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Τον ρόλο του Δράμαλη ερμηνεύει ο Ιταλός ηθοποιός Φερνάντο Σάντζο, ο οποίος ήταν χαρακτηριστική φιγούρα στο κινηματογραφικό αυτό υπο-είδος (παραφθορά, στην πλειοψηφία των ταινιών του, του πρωτότυπου αμερικάνικου γουέστερν). Εδώ τελειώνει μάλλον και η όποια σχέση ανάμεσα στην ελληνική και την αμερικανική κινηματογραφική - ιστορική αφήγηση. Η αμερικάνικη 7η Τέχνη θρύλησε μέσα από το γουέστερν το ιστορικό παρελθόν της χώρας, αποτύπωσε τη μυθολογία των πιονέρων, την κατάκτηση της Δύσης, τον άγριο, βίαιο και αιμοσταγή χαρακτήρα των συγκρούσεων, έδωσε σπουδαία δείγματα και καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο δημοφιλή κινηματογραφικά είδη διεθνώς. Από την Αγρια Δύση του Τζον Φορντ και του Χάουαρντ Χοκς σε αυτήν των αδελφών Κοέν (όπως είδαμε και πρόσφατα στο «Αληθινό θράσος»). Βρόμικη, αφιλόξενη, μουντή, εντελώς αντιηρωική, με αμφιλεγόμενα πρόσωπα. Και μόνο «Το δειλινό της μεγάλης σφαγής» του Τζον Φορντ (1964) να θυμηθεί κανείς, ως πικρό μάθημα Ιστορίας πάνω στην εξολόθρευση και γενοκτονία των Ινδιάνων, τον ξεριζωμό της φυλής των Σεγιέν από τις εστίες τους και την καταδίκη τους σε μια διαρκή περιπλάνηση.
Γιατί άραγε ο ελληνικός κινηματογράφος δεν επιδίωξε ή δεν τόλμησε να αξιοποιήσει την ελληνική εθνική επανάσταση, έναν αγώνα μέσα από τον οποίο συγκροτήθηκε μια χώρα; Γιατί δεν αναδύθηκε ποτέ μια κινηματογραφική (και όχι μόνο) αφήγηση, με την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις που έχει ένα ιστορικό γεγονός αυτής της εμβέλειας; Το εγχείρημα ανέλαβε ο ΣΚΑΪ με τη σειρά «1821», ανοίγοντας έναν φάκελο κλειστό, γεμάτο κατασκευές και παρανοήσεις. Το τηλεοπτικό «1821» με την εντυπωσιακή θεαματικότητα, προκάλεσε πολλές αναταράξεις. Εφερε στο προσκήνιο συζητήσεις που αφορούσαν έναν στενό κύκλο ιστορικών, επανατοποθέτησε γεγονότα τα οποία είχαν καταχωρισθεί μονόπλευρα στην εθνική συνείδηση.
Γιατί όμως χρειάστηκε να μεσολαβήσει ένας, περίπου, αιώνας για να υπάρξει μια παρόμοια πρωτοβουλία; Δεν αναφερόμαστε ασφαλώς ούτε στις «ταινίες φουστανέλας», όπως επικράτησε ο όρος στον ελληνικό κινηματογράφο, στην «Γκόλφω», στη «Μαρία Πενταγιώτισσα» ή τον «Λύγκο, τον λεβέντη, τον αρχιληστή». Πρόκειται, συνήθως, για έργα αγροτοποιμενικού περιεχομένου, που διεκτραγωδούν ερωτικές ιστορίες ή δράσεις, ορισμένες από τις οποίες προσπαθούν να μιμηθούν και το αμερικάνικο γουέστερν.
Οι ταινίες που γυρίστηκαν με θέμα αποκλειστικά την Επανάσταση του 1821 είναι ελάχιστες: «Οι Σουλιώτες» του Δ. Παπακωνσταντή (1972). Μια γυναίκα της αυλής του Αλή Πασά φανερώνει στους Σουλιώτες τα σχέδια που απεργάζεται για να τους αφανίσει. «Ο Παπαφλέσσας» του Ερ. Ανδρέου, τα «Σαράντα παλικάρια» του Γ. Πετρίδη (1961), όπου μια μικρή ομάδα από αγωνιστές αντιτάσσεται στον Τούρκο δυνάστη, «Η έξοδος του Μεσολογγίου» του Δ. Δούκα (1965), «Η κυρά Φροσύνη και ο Αλή Πασάς» του Γρ. Γρηγορίου (1959), γνωστή και ως «Λίμνη των στεναγμών». Ταινίες που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναπαράγουν ηρωικά στερεότυπα, ακολουθούν την κρατούσα, επίσημη αντίληψη περί της Επανάστασης του ’21 όπως έχει περάσει στα σχολικά βιβλία και όπως προβάλλεται στις εθνικές γιορτές. Εξαίρεση ο Νίκος Κούνδουρος που το 1992, αφηγήθηκε τη δική του, ποιητική, περισσότερο αντισυμβατική, εκδοχή για τον Λόρδο Βύρωνα στον «Μπάιρον, μπαλάντα για ένα δαίμονα», η οποία γυρίστηκε στην Κριμαία.
Η συγκομιδή είναι εξαιρετικά φτωχή για ένα γεγονός το οποίο, όπως είπε ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος σε μια από τις συζητήσεις που έπονται της τηλεοπτικής προβολής του «1821», «τόσο από την πλευρά της εξέγερσης όσο και από την πλευρά της απόπειρας κατάπνιξης, καταστολής, παρέμεινε μοναδικό».
Τι εμπόδισε την κινηματογραφική εικονοποιία αυτής της περιόδου; Δεν είναι ασφαλώς μόνο το αποθαρρυντικό κόστος της παραγωγής (λόγω σκηνικών, κοστουμιών, κομπάρσων). Ιδεολογική αγκύλωση ή απλώς αμηχανία; Μήπως η εκπαιδευτική διαδικασία είχε ήδη αποδώσει τους καρπούς της και στους Ελληνες σκηνοθέτες, που αντιμετώπιζαν το 1821 ως θέμα εξαντλημένο, αποχυμωμένο, αποχρωματισμένο από κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση; Πόσοι θα ενδιαφέρονταν να αναπαράγουν μια -την ίδια- εποποιία;
«Το 1821 ήταν ο πυλώνας της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης», επισημαίνει η ιστορικός Μαρία Ρεπούση. «Η διαχείρισή του από τη πλευρά του εθνικού κράτους, η σταδιακή μυθοποίησή του, είχε επιτρέψει την απόλυτη εργαλειοποίησή του στον βωμό ενός συνεχούς, αδιάσπαστου και ηρωικού ελληνισμού που όδευε προς την εθνική του ολοκλήρωση. Η Επανάσταση του 1821 επέτρεπε την αναδρομική αναπαράσταση ενός σκλαβωμένου έθνους που αντιστεκόμενο ανέμενε τις κατάλληλες συνθήκες για να επαναστατήσει, εμπέδωνε την εικόνα του σκότους για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δικαίωνε την αντίσταση κατά των κατακτητών και την πίστη στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Το 1821 συμβόλιζε επίσης την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού με την ορθοδοξία, συμβολισμό που το βασιλικό διάταγμα του 1838 είχε επισημοποιήσει ορίζοντας την 25η Μαρτίου εθνική και ταυτόχρονα θρησκευτική γιορτή στο διηνεκές».
Τα εγχειρίδια, οι σχολικές αίθουσες με τις εικόνες των εθνικών ηρώων, οι σχολικές γιορτές με τα θεατρικά δρώμενα, οι επετειακοί λόγοι, διαμόρφωναν το κατεξοχήν ιστορικό γεγονός της συνέχειας, της ενότητας, του ηρωισμού και της δικαίωσης του ελληνικού έθνους. Η πιο σκεπτικιστική, αποστασιοποιημένη ή, απλώς, ψύχραιμη προσέγγιση αυτού του πυλώνα της εθνικής ιστορίας, θα ισοδυναμούσε με απειλή κατά της εθνικής ιστορίας και της εθνικής ταυτότητας. Πόσω μάλλον μια χιουμοριστική, αιρετική ή ανατρεπτική διάθεση απέναντι στους θρύλους και στις παραδόσεις.
Για να συναντηθούν τέχνη και ιστορία, θα πρέπει η εκπαίδευση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός πολυσυλλεκτικού και γόνιμου διαλόγου. Χωρίς αμφιβολίες δεν παράγεται τέχνη. Ενδεχομένως ούτε και ιστορική έρευνα.
Πηγη:Kathimerini.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!