Στους λαβυρίνθους της Μπιενάλε


Στη Βενετία φέτος είδαμε πολιτικούς υπαινιγμούς, δαιδαλώδεις δομές, αμήχανα έργα, χωρίς όσφρηση για το καινούργιο
Αποστολή στη Βενετία: Νίκος Γ. Ξυδακης

Πολιτική η Μπιενάλε; Μάλλον εύκολη απάντηση· κάθε τέχνη και κάθε μεγάλη έκθεση μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική. Αλλά ο χαρακτηρισμός ηχεί πια υπερβολικά γενικόλογος. Ναι, και η φετινή, 54η, Μπιενάλε της Βενετίας περιέχει ευθέως πολιτικά έργα, συνδηλώσεις, υπαινιγμούς. Αλλά αν εντοπίζαμε κάτι ιδιαίτερο, δεν θα ήταν η προφανής «πολιτικότητα» του αμερικανικού ή του αιγυπτιακού περίπτερου, αλλά οι λαβυρινθώδεις δομές, τα σκοτεινά μονοπάτια, οι συσσωρεύσεις, ο πληθωρισμός, το νεο-dada και το νεο-fluxus.

Η διευθύντρια της Μπιενάλε, Bice Curiger, προερχόμενη από τα περιοδικά τέχνης, έθεσε έναν φιλόδοξο και ασαφή, ως συνήθως, τίτλο - θέμα, το «ILLUMInations»: αμήχανο λογοπαίγνιο με το φως, τα έθνη και την επιφώτιση. Στην πράξη, ως συνήθως, τα εθνικά περίπτερα στα Τζαρντίνι κινήθηκαν σε δικά τους θέματα, αλλά ακόμη και στη δική της έκθεση στο κεντρικό Padiglione και στην αχανή Αρσενάλε, η διευθύντρια δεν παρουσίασε κάποιο ελκυστικό, πειστικό αφήγημα για το θέμα της. Η Αρσενάλε, εργαστήρι πειραματισμών ή και εκπλήξεων, ήταν μάλλον πληκτική, χωρίς μαγεία και ατμόσφαιρα, με αμήχανα και αναιμικά έργα ως επί το πλείστον. Μόνο η μετα-ταινία του Αμερικανού Christian Marclay «The Clock», διαρκείας 24 ωρών, μια γιγάντια συνάθροιση σκηνών με ρολόγια από ταινίες και τηλεσειρές, ξεχώριζε και δικαίως βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα.

Η φετινή Μπιενάλε συνέχισε τη μετα-Szeemann παράδοση, μετά τις ρηξικέλευθες εκθέσεις του πρωτοπόρου Ελβετού το 1999–2001: παράδοση αμήχανων σωρεύσεων έργων, χωρίς όσφρηση για το καινούργιο.

Ξεχώρισαν Ιταλία και περιφέρεια

Συσσωρεύσεις, φορτωμένες εγκαταστάσεις, πληθωρισμός, φλυαρία, αμηχανία. Και υπερπροφανή πολιτικά σχόλια, σε έργα που σχεδόν περιφρονούν τη φόρμα και τις πλαστικές διατυπώσεις, αναλισκόμενα σε φιλολογία, συχνά στο όριο του αφελούς. Ψυχοκοινωνιολογικά ενδιαφέρουσα η εμφανής τάση για, εγκαταστάσεις κλειστοφοβικές και λαβυρινθώδεις, με κατασκευαστικά εφέ που οδηγούν τον θεατή να χάνει τον προσανατολισμό του, την αίσθηση του χώρου, ακόμη και να αισθάνεται αποπνιγμό.

Ο Βρετανός Mike Nelson προκάλεσε ουρές με την κλειστοφοβική του εγκατάσταση· ανάλογη ουρά σχηματίστηκε στο ιαπωνικό περίπτερο, όπου η Tabaimo, εμπνευσμένη από τα anima και από την παραδοσιακή ιαπωνική χαρακτική, έστησε ένα ψευδαισθητικό χώρο με ασύγχρονες βιντεοπροβολές σε κοίλες επιφάνειες, ένα τεχνολογικό παραμύθι. Τεχνολογία και απωανατολίτικη πρόσκτηση της διεθνούς ποπ παρουσίαζαν και οι Κορεάτες, χωρίς ψυχή. Ο διάσημος Ελβετός Thomas Hirschhorn επανέλαβε τις παραθέσεις του, χωρίς έμπνευση.

Ναι, είναι πολιτική αυτοκριτική το αναποδογυρισμένο άρμα μάχης των Jennifer Allora & Guillermo Calzadilla, μπροστά από το περίπτερο των ΗΠΑ, με ένα διάδρομο γυμναστικής πάνω του, όπου τρέχει ένας αθλητής και γυρνούν οι ερπύστριες με δαιμονικό θόρυβο. Αλλά είναι τόσο προφανές αυτό το έργο-event, τόσο πρώτου επιπέδου αφήγηση, που γίνεται γκαγκ, «αμερικανιά». Η τόσο επιφανειακή, αδρή εικονογραφία σημαίνει μια αναλόγως ρηχή, ανώδυνη μεταμέλεια.

Πολιτικό και υπαρξιακό, πειστικό ως προς τη συναισθηματική ένταση, ήταν το έργο του αποθανόντος Γερμανού Christoph Schliengensief. Εκτενές θεατρικό-κινηματογραφικό περιβάλλον, φόρος τιμής στο κίνημα Fluxus της ψυχροπολεμικής Δ. Γερμανίας, σε διάταξη ναού, με ένα λαγό στην «τράπεζα» (αναφορά στον νεκρό λαγό του Γιόζεφ Μπόις), μουσική Βάγκνερ, προβολές φθαρμένων φιλμ, λάβαρα-κουρελούδες FLUX. To σύνολο: ανησυχητικό, ποτισμένο από τευτονικό ζόφο και τραχύ ρομαντισμό. Το μεγάλο βραβείο εθνικής συμμετοχής το απέσπασε όχι τόσο για την αξία του, όσο επειδή τα εθνικά βραβεία απονέμονται προκλητικά μονότονα μεταξύ των υπερδυνάμεων: εναλλάξ Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, ΗΠΑ κ. ο. κ. Φέτος ήταν η σειρά της Γερμανίας.

Εντύπωση προκάλεσε η εθνική συμμετοχή της Ιταλίας. Πολυπρόσωπη, ως συνήθως, πληθωρική, πολύμορφη, με έργα οργισμένα, εντόνως πολιτικά. Επιμελητής, ο αμφιλεγόμενος Βιτόριο Σγκάρμπι, κριτικός αλλά και τηλεπερσόνα και πολιτικός. Ο Σγκάρμπι συνέδεσε την έκθεση με την 150ή επέτειο της ενωμένης Ιταλίας και έβαλε προκλητικό τίτλο: «Η τέχνη δεν είναι Κόζα Νόστρα». Στο περίπτερο της Αρσενάλε το κεντρικό έργο είναι η Εσταυρωμένη Ιταλία, αιμάσσουσα, πάνω σε σωρό ερειπίων, και το Σύνταγμα στη θέση του Ευαγγελίου. Από κοντά, μια ιταλική τρικολόρε σημαία του Μικελάντζελο Πιστολέτο, φτιαγμένη από βρώμικες φανέλες, ένας υφασμάτινος τοίχος του Γιάννη Κουνέλλη διάτρητος από τεράστια καρφιά και, κυρίως, το Μουσείο της Μαφίας, στημένο από τον ίδιο τον Σγκάρμπι: ένας ασφυκτικός λαβύρινθος, κατασκότεινος, με κελιά φυλακής, πρωτοσέλιδα εφημερίδων, φωτογραφίες, βίντεο γεμάτα φόνους, θάνατο, απειλή. Ιταλία έντονη, πολιτική, μεταιχμιακή.

Εντυπώσεις από την περιφέρεια. Στο φτωχικό Μπανγκλαντές, μια υποβλητική εγκατάσταση με ταριχευμένους χοίρους σε αγκαθωτό συρματόπλεγμα· οι χοίροι είναι ντυμένοι με δέρμα κατσίκας και βοδιού, ακούγονται οι στριγκλιές τους. Αγριο, ωμό. Στο Ιράκ, νοσταλγία και άφατος πόνος: φωτογραφίες μιας πατρίδας που υπήρξε κάποτε. Στο Ιράν σούφικες φωτογραφίες με καλλονές γυναίκες και άνδρες ποιητές· πινακοθήκες για τους 200 χιλιάδες νεκρούς του πολέμου. Στη Δογάνα, μια βαθιά πολιτική, μοντέρνα έκθεση Αράβων της διασποράς, με έξοχα έργα: φωτογραφίες ερειπωμένων σπιτιών με αριθμό θυμάτων, ντουντούκες σε στήλη θριάμβου, υδρόγειος που σπινάρει τρελά, τοιχογραφίες από καψούλια παιδικών όπλων – μια ολοζώντανη, ομιλητική ποπ.

Αλληγορία για την Ελλάδα από τη Διοχάντη

Η ελληνική παρουσία ήταν από τις καλύτερες, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Η αγνοημένη από τους νεότερους επιμελητές εξηντάρα Διοχάντη, μια ολιγόλογη ποιήτρια του χώρου, προσκεκλημένη της επιμελήτριας Μαρίας Μαραγκού, ανέλαβε την ευθύνη του εθνικού περιπτέρου. Εκρυψε ολόκληρο το νεοβυζαντινό κτίριο πίσω από ξανθές αγριοσανίδες κι άφησε μια είσοδο, με την επιγραφή Grecia στο υπέρθυρο. Ενας σκοτεινός κλιμακωτός διάδρομος οδηγεί στο κρυμμένο μέσα: νερά σε ροή αμφοτερόπλευρα και μια στήλη φωτός καταντίκρυ. Το φως και ο ήχος σε καλούν να ξανανιώσεις τη σχέση μέσα-έξω, τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους. Μένεις στο πέρασμα, ύστερα βγαίνεις πάλι έξω. Μίνιμαλ, γυμνό και κομψό, υπαρξιακό, συγκινητικό. Από τα πιο διακριτά και ευθύβολα έργα των Τζαρντίνι, αλληγορία για την Ελλάδα σήμερα, για τη μεταιχμιακή Ευρώπη, στοχασμός για την ανθρώπινη κατάσταση, με γλώσσα πλαστική. Το πιο ολοκληρωμένο έργο που έχουμε δει στο περίπτερο, μαζί με το έργο του εκλιπόντος Ν. Αλεξίου. Και τα δύο αρθρωμένα με ένα ιδίωμα εντόπιο και οικουμενικό, προσωπικό και ανοιχτό. Η Διοχάντη συγκέντρωσε αφειδώλευτους επαίνους από τους δύσκολoυς μπιεναλίστες και μας έκανε υπερήφανους.

Παρόμοια ευφροσύνη και υπερηφάνεια ένιωσα μπροστά στην πρόσοψη του δανέζικου περιπτέρου: ο Στέλιος Φαϊτάκης δίνει μια τεράστια τοιχογραφία, με τον τρόπο του γκραφιτά, του βυζαντινού αγιογράφου και του muralista Ντιέγκο Ριβέρα. Μισοκρυμμένo πίσω από την κιονοστοιχία, το ζωγραφικό έπος του Φαϊτάκη, σιωπηλό και τεταμένο, μνημονεύει τον Μάο, τον Βίλχελμ Ράιχ και τον φυσικό Τέσλα, περιγράφει ένα βίαιο κόσμο όπου συνυπάρχουν το παρελθόν με το μέλλον, ζωγραφίζει μια δυστοπία, αλλά και την ουτοπική προσδοκία χειραφέτησης. Ιπτάμενα smartphones, διαδηλωτές ως παίδες εν καμίνω, κήρυκες, scince fiction και προφητείες, όλα με maniera greca και βυζαντινό πλασμό. Η πλατωνική Διοχάντη, ο μύστης του pattern Νίκος Αλεξίου, ο βυζαντινο-street Φαϊτάκης, θυμίζουν πόσο πολυπρόσωπη, ανεξάντλητη και διαρκώς νέα είναι η παράδοση.
kathimerini.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξέρεται ότι: Το χαγιάτι στον ελλαδικό χώρο δεν είναι τούρκικο

Το άλογο κοιμάται όρθιο!